ανεκδίκητος

ανεκδίκητος
η , ο [ος , ον ]
1) неотомщённый; 2) неотомстивший

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ανεκδίκητος" в других словарях:

  • ἀνεκδίκητος — unavenged masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεκδίκητος — η, ο (Α ἀνεκδίκητος, ον) 1. εκείνος που έμεινε ατιμώρητος, που δεν τον εκδικήθηκε κανείς 2. εκείνος που δεν εκδικήθηκε, δεν πήρε εκδίκηση …   Dictionary of Greek

  • ανεκδίκητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός για τον οποίο δεν πήρε κανείς εκδίκηση: Η προσβολή που μου έγινε μένει ανεκδίκητη. 2. εκείνος που δεν πήρε εκδίκηση, ικανοποίηση: Ελπίζω να μην πεθάνω ανεκδίκητος για τις ταπεινώσεις που μου έκαναν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνεκδίκητον — ἀνεκδίκητος unavenged masc/fem acc sg ἀνεκδίκητος unavenged neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκδικήτου — ἀνεκδίκητος unavenged masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκδικήτους — ἀνεκδίκητος unavenged masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκδίκητα — ἀνεκδίκητος unavenged neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκδίκητοι — ἀνεκδίκητος unavenged masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άτιμος — η, ο (AM ἄτιμος, ον) [τιμή] 1. αυτός που δεν τιμάται, ο περιφρονημένος 2. επονείδιστος, αισχρός νεοελλ. 1. ατιμωτικός 2. μισητός, ελεεινός 3. (για γυναίκα) ανήθικη, μοιχαλίδα αρχ. μσν. (για αντικείμενο) χωρίς αξία, ευτελής αρχ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • άτιτος — ἄτιτος, ον (Α) 1. αυτός που παραμένει ανεκδίκητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τίνω «πληρώνω, ανταποδίδω, εκδικούμαι»] …   Dictionary of Greek

  • αγδίκητος — και αγδίκιωτος, η, ο 1. αυτός που δεν πήρε εκδίκηση για τον εαυτό του 2. αυτός για τον οποίο δεν πάρθηκε εκδίκηση για κάποιο αδίκημα που τού έκαναν, ο ανεκδίκητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + όψιμο μσν. γδίκοῦμαι και ’γδικιώνω] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»